- τορνευτήριο(ν)
- το токарная мастерская
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τορνευτήριο — το / τορνευτήριον, ΝΑ νεοελλ. εργαστήριο επεξεργασίας μετάλλου ή ξύλου με τόρνο αρχ. το εργαλείο, η σμίλη τού τορνευτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορνεύω + επίθημα τήριο(ν), πρβλ. γυμνασ τήριο] … Dictionary of Greek
τορνευτήριο — το εργαστήριο τορναδόρου (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)